- νυσταγμός
- ο1. το να νυστάζει κανείς, η νύστα.2. (ιατρ.), σπασμός στους μύες του ματιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νυσταγμός — drowsiness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυσταγμός — ο (ΑΜ νυσταγμός) διάθεση για ύπνο, νύστα νεοελλ. ιατρ. ακούσιες σύντομες ταλαντωσικές κινήσεις τών οφθαλμών οι οποίες γίνονται ταχύτατα και κατά οριζόντια ή κατακόρυφη διεύθυνση ή κατά περιστροφική έννοια μσν. μτφ. νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Нистагм — (νύσταγμος кивание, дрожание) непроизвольные толчкообразные, более или менее ритмические движения глазного яблока вправо и влево или вверх и вниз. Н. может быть постоянным или периодическим; усиливается от психических возбуждений и совершенно… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
νυσταγμοί — νυσταγμός drowsiness masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυσταγμοῦ — νυσταγμός drowsiness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυσταγμῶν — νυσταγμός drowsiness masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυσταγμῷ — νυσταγμός drowsiness masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυσταγμόν — νυσταγμός drowsiness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρονυσταγμογράφημα — Εξέταση που εντοπίζει και μετρά τον νυσταγμό, καταγράφοντας τις ηλεκτρικές μεταβολές που προκαλεί η κίνηση των ματιών, με τη βοήθεια ηλεκτροδίων τα οποία προσκολλώνται στο δέρμα, κοντά στα μάτια. Ο νυσταγμός είναι μια αντανακλαστική κυκλική,… … Dictionary of Greek
Nystagmus — Klassifikation nach ICD 10 H55 Nystagmus und sonstige abnorme Augenbewegungen … Deutsch Wikipedia